- παραναγινώσκω
- παραναγιγνώσκωread besidepres subj act 1st sg (ionic)παραναγιγνώσκωread besidepres ind act 1st sg (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραναγιγνώσκω — και παραναγινώσκω Α [αναγιγνώσκω] 1. συγκρίνω, παραβάλλω δύο έγγραφα προκειμένου να εντοπίσω τις μεταξύ τους ομοιότητες και διαφορές 2. διαβάζω πάρα πολύ («παραναγινώσκειν τὰ τῶν ἄλλων Στωϊκῶν βιβλία», Γαλ.) 3. αναγιγνώσκω κάτι μπροστά σε κοινό,… … Dictionary of Greek